- καρκινολυτικός
- -ή, -οιατρ.(για ουσία ή φάρμακο ή άλλο παράγοντα) αυτὸς που προκαλεί καταστροφή τών καρκινικών κυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinolytic < carcino- (πρβλ. καρκίνος) + -lyt-ic (πρβλ. -λυτ-ικός < -λυσις < λύσις)].
Dictionary of Greek. 2013.